Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλατύσκαλο το [platískalo] Ο41 : σκαλοπάτι πλατύτερο από τα άλλα, που τοποθετείται σε σημεία όπου η σκάλα αλλάζει διεύθυνση ή συναντάει όροφο: Σταμάτησε στο ~ για να ξεκουραστεί.
[πλατυ- + σκαλ(ί) -ο]