Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλατύς -ιά -ύ
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλατύς -ιά -ύ [platís] Ε7 : 1. που έχει αρκετά μεγάλο πλάτος, φάρδος· ευρύς. ANT στενός: ~ δρόμος. Πλατύ ποτάμι / μέτωπο. Δέντρο με πλατιά φύλλα. (έκφρ.) φαρδύς* ~. 2. (μτφ.) α. που είναι ανοιχτός, ευρύς, όχι περιορισμένος: Έχει πλατιές αντιλήψεις για διάφορα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά θέματα. Δημιουργήθηκε ένα πλατύ φιλειρηνικό κίνη μα. Xρησιμοποιώ έναν όρο με την πλατιά του έννοια. β. που είναι εμπερι στατωμένος, διεξοδικός, εξαντλητικός: Έγινε μια πλατιά ανάλυση του θέματος. γ. που είναι εγκάρδιος: Πλατύ χαμόγελο. δ. μεγάλης έκτασης: Tο έργο του συγγραφέα είχε πλατιά αναγνώριση. Πλατιά διάδοση ιδεών. || (ειδ., πολ.): Πλατιά ολομέλεια της Kεντρικής Επιτροπής του KKΕ, με διευρυμένη σύνθεση των μελών της. πλατιά ΕΠIΡΡ. (έκφρ.) φαρδιά* ~.

[αρχ. πλατύς]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλατύσκαλο το [platískalo] Ο41 : σκαλοπάτι πλατύτερο από τα άλλα, που τοποθετείται σε σημεία όπου η σκάλα αλλάζει διεύθυνση ή συναντάει όροφο: Σταμάτησε στο ~ για να ξεκουραστεί.

[πλατυ- + σκαλ(ί) -ο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλατύστερνος -η -ο [platísternos] Ε5 : που έχει ευρύ, πλατύ στέρνο.

[λόγ. < ελνστ. πλατύστερνος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλατύστομος -η -ο [platístomos] Ε5 : που έχει φαρδύ στόμιο: Πλατύστομο αγγείο.

[λόγ. < ελνστ. πλατύστομος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες