Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλατσουρίζω [platsurízo] & πλατσαρίζω [platsarízo] Ρ2.1α : (οικ.) κινούμαι, τσαλαβουτώ μέσα σε ένα υγρό (ιδ. νερό): Tα μωρά πλατσούριζαν στην άκρη της θάλασσας. Mερικές πάπιες πλατσούριζαν μέσα σε μια λιμνούλα.
[ηχομιμ. πλατς + -ουρίζω, -αρίζω (σύγκρ. νιαουρίζω, γκαρίζω)]