Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλατς [pláts] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που δηλώνει τον ήχο ο οποίος παράγεται, όταν κτ., κυρίως ένα στερεό σώμα, πέφτει με ορμή μέσα σε ένα υγρό (συνήθ. νερό): Γλίστρησε και ~ έπεσε στο νερό. || (επέκτ.) κάθε παρόμοιος ήχος που παράγεται όταν κτ. προσκρούει σε μια επιφάνεια και σπάει, κομματιάζεται σκορπίζοντας γύρω το υγρό που συνήθ. περιέχει. || (ως ουσ.): Tο καρπούζι / η ντομάτα έσκασε κάτω μ΄ ένα ~.
[ηχομιμ.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλατς πλουτς [pláts plúts] & πλάτσα πλούτσα [plátsa plútsa] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που δηλώνει τον ήχο που παράγεται, όταν κάποιος κινείται μέσα σε υγρό (ιδ. νερό): ~ τσαλαβουτούσε στα λασπόνερα.
[ηχομιμ.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλατσομύτης ο [platsomítis] Ο11 θηλ. πλατσομύτα [platsomíta] Ο25 : (οικ.) αυτός που έχει μύτη πλακουτσωτή· πλακουτσομύτης.
[ίσως σύντμ. του πλακουτσομύτης [kutso > tso] · πλατσομύτ(ης) -α]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλατσουκωτός -ή -ό [platsukotós] Ε1 : (προφ.) ο πλακουτσωτός.
[πλατσουκώ(νω) `πλαταίνω με πίεση΄ -τός < ίσως *πλατυκώνω < πλατύς κατά το πατικώνω (ισχυροπ. της άρθρ. [ti > tsi], τροπή [i > u] από επίδρ. του υπερ. [k] )]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλατσουρίζω [platsurízo] & πλατσαρίζω [platsarízo] Ρ2.1α : (οικ.) κινούμαι, τσαλαβουτώ μέσα σε ένα υγρό (ιδ. νερό): Tα μωρά πλατσούριζαν στην άκρη της θάλασσας. Mερικές πάπιες πλατσούριζαν μέσα σε μια λιμνούλα.
[ηχομιμ. πλατς + -ουρίζω, -αρίζω (σύγκρ. νιαουρίζω, γκαρίζω)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλατσούρισμα το [platsúrizma] & πλατσάρισμα το [platsárizma] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πλατσουρίζω.
[πλατσουρισ- (πλατσουρίζω), πλατσαρισ- (πλατσαρίζω) -μα]