Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλατειασμός ο [platiazmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πλατειάζω, η περιττολογία: Tο κείμενο / η ομιλία του χαρακτηρίζεται από πλατειασμό και ασάφεια.
[λόγ. < ελνστ. πλατειασμός `δωρική προφορά με το στόμα πολύ ανοιχτό΄ κατά τη σημ. της λ. πλατειάζω]