Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλαταίνω [platéno] Ρ7.4α : 1α. κάνω κτ. πλατύ, φαρδύ ή πλατύτερο: Aποφάσισαν να πλατύνουν το δρόμο. β. (μτφ.) διευρύνω, επεκτείνω κτ. (συνήθ. βελτιώνοντάς το): ~ τους πνευματικούς μου ορίζοντες. ~ τη σκέψη μου. 2α. γίνομαι, καθίσταμαι πλατύς, φαρδύς ή πλατύτερος: H σπηλιά στην αρχή είναι στενή, μετά πλαταίνει. Tο ποτάμι πλαταίνει καθώς διασχίζει την κοιλάδα. β. (μτφ.) διευρύνομαι, επεκτείνομαι: Πλαταίνει ο κύκλος των γνωριμιών του.
[αρχ. πλατ(ύνω) μεταπλ. -αίνω]