Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλαστός -ή -ό [plastós] Ε1 : 1. που είναι κατασκευασμένος με απομίμηση ή παραποίηση του γνήσιου, με σκοπό την εξαπάτηση, την αποκόμιση αθέμιτου κέρδους, οφέλους: Πλαστά χαρτονομίσματα / έγγραφα / διαβατήρια / έργα τέχνης. 2. που είναι πλασμένος, επινοημένος από τη φαντασία, μη πραγματικός, φτιαχτός, ψευδής: Πλαστή αφήγηση / ιστορία. || Πλαστή ευγένεια.
[αρχ. πλαστός, αρχική σημ.: `πλασμένος με καλούπι΄]