Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλαστουργός ο [plasturγós] Ο17 : (λογοτ.) ιδίως για το Θεό, ως δημιουργό του κόσμου, του σύμπαντος.
[λόγ. < ελνστ. πλαστουργός `κατασκευαστής καλουπιών΄]