Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλαστελίνη η [plastelíni] Ο30 : είδος εύπλαστου στερεού υλικού, με το οποίο συνήθ. τα παιδιά πλάθουν, διαμορφώνουν διάφορα αντικείμενα: Xρωματιστές πλαστελίνες. Aνθρωπάκι / ζωάκι από ~.
[λόγ. < αγγλ. plastelline (-ine = -ίνη) < Ρlastilina σήμα κατατ. < αρχ. θ. πλαστ- (πλάθω)]