Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλασιέ ο [plasxé] θηλ. πλασιέ [plasxé] Ο (άκλ.) : εμπορικός αντιπρόσωπος, υπάλληλος ή μεσίτης, που αναλαμβάνει (με προμήθεια ή με μισθό) να διαθέτει βιομηχανικά ή εμπορικά προϊόντα σε εμπόρους ή σε ιδιώτες: ~ βιβλίων / ηλεκτρικών συσκευών. Ήρθε ένας ~ να μου πουλήσει μια εγκυκλοπαίδεια.
[λόγ. < γαλλ. placier· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]