Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλασέ [plasé] Ε (άκλ.) : 1. (ποδ.) για ειδικό έντεχνο χτύπημα της μπάλας, με το εσωτερικό μέρος του ποδιού και από μικρή απόσταση από την αντίπαλη εστία, που συνήθ. καταλήγει σε γκολ: Mε σουτ ~ ξεγέλασε τον αντίπαλο τερματοφύλακα. || (ως ουσ.) το πλασέ. 2. είδος στοιχήματος στον ιππόδρομο (συνήθ. ως επίρρ.): Παίζω ένα άλογο ~, κατά τρόπο ώστε να κερδίσω, αν το άλογο στο οποίο έχω ποντάρει, έρθει δεύτερο ή τρίτο.
[γαλλ. placé]