Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλασάρω [plasáro] -ομαι Ρ6 : 1. προωθώ, διαθέτω προς πώληση ένα (εμπορικό, βιομηχανικό) προϊόν: ~ στην αγορά ένα καινούριο προϊόν. Προσπάθησε να μου πλασάρει ένα ελαττωματικό προϊόν. || Tον συνέλαβαν να προσπαθεί να πλασάρει ναρκωτικά, να διαθέσει. 2. (μτφ.) α. διοχετεύω, διαδίδω κτ. με τρόπο, έντεχνα: Tι ανοησίες είναι αυτές που πας να μας πλασάρεις; ~ τις ιδέες μου. β. επιχειρώ να δημιουργήσω μια (συνήθ. ψευδή, απατηλή) εικόνα, εντύπωση: Πλασάρεται ως / για αριστοκράτης / διανοούμενος. γ. προωθώ κπ. καλλιτέχνη: H δισκογραφική εταιρεία πλασάρει έναν καινούριο τραγουδιστή. 3. (συνήθ. παθ.) πετυχαίνω, κατακτώ μια καλή θέση: H ομάδα κατάφερε να πλασαριστεί στην πρώτη τετράδα της βαθμολογίας. || (ποδ.): Ο τερματοφύλακας ήταν καλά πλασαρισμένος και κατάφερε να αποκρούσει, σε σωστή θέση. 4. χτυπώ έντεχνα και από μικρή απόσταση από την αντίπαλη εστία την μπάλα και συνήθ. πετυχαίνω τέρμα: Ο παίκτης πλάσαρε τον τερματοφύλακα και σημείωσε γκολ.
[γαλλ. plac(er), se plac(er) -άρω]