Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλανεύω [planévo] -ομαι Ρ5.2 : (λογοτ.) παραπλανώ, εξαπατώ, παρασύ ρω, ξελογιάζω κπ. με ενέργειες ή με λόγια (συνήθ. υποσχέσεις, κολακείες κτλ.): Tην πλάνεψε με τα λόγια του. Mου πλάνεψε το νου η ομορφιά της.
[μσν. πλανεύω < πλάν(η) 1 -εύω]