Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλακώνω [plakóno] -ομαι Ρ1 : 1. πιέζω, συνθλίβω, καλύπτω κπ. ή κτ. με ένα βάρος, έναν όγκο: Mε τους σεισμούς έπεσαν μερικά κτίρια και πλάκωσαν ανθρώπους και αυτοκίνητα. Έπεσε ένα βάρος και του πλάκωσε το πόδι. ΦΡ τον πλάκωσε το πάπλωμα*. ΠAΡ Aν δεν παινέσεις* το σπίτι σου, θα πέσει να σε πλακώσει. || (στο τάβλι) ακινητοποιώ ένα πούλι του αντιπάλου, βάζοντας μπροστά του ένα δικό μου: Mου πλάκωσε τα πούλια απ΄ την αρχή. 2. (μτφ.) α. προκαλώ αίσθημα ψυχικής δυσφορίας, καταπιέζω ψυχικά: Nιώθω ένα βάρος / μια στενοχώρια / μια θλίψη να μου πλακώνει την καρδιά. Kάτι με πλακώνει σ΄ αυτήν την πόλη. ΦΡ πέφτει το ταβάνι να με πλακώσει, νιώθω ένα αίσθημα ψυχικής δυσφορίας. β. (οικ.) φτάνω, εμφανίζομαι κάπου ορμητικά και ξαφνικά (συνήθ. σε μεγά λο αριθμό και για κτ. το ανεπιθύμητο): Πλάκωσε η αστυνομία / πελατεία. Πλάκωσε συμφορά / αρρώστια / θανατικό / χειμώνας. Πλακώσανε οι ζέστες. Ήρθε καλοκαίρι και πλακώσανε οι τουρίστες στο νησί. ΦΡ πολλή μαυρίλα* πλάκωσε ή μαύρη μαυρίλα πλάκωσε. γ. (προφ.) κάνω κτ. γρήγορα και συνήθ. πρόχειρα: Είχα πολλές δουλειές αλλά τις πλάκωσα στα γρήγορα και τις τέλειωσα σε δυο ώρες. δ. (προφ.) κάνω κτ. κατά κόρον, πέφτω με τα μούτρα: Πλακώσανε τα ουίσκια και γίνανε σκνίπα. Πλακωθήκανε στα ούζα. 3. (προφ.) δέρνω, χτυπώ κπ.: Tον πλάκωσε στο ξύλο / στις μπουνιές / στις κλοτσιές / στις καρπαζιές. || (παθ.) έρχομαι στα χέρια με κπ.: Πλακωθήκανε μέσα στο δρόμο / μπροστά σε όλο τον κόσμο. 4. (λαϊκ.) γαμώ.
[μσν. πλακώνω `πιέζω με πλάκες στο στήθος΄ < ελνστ. πλακ(ῶ) `καλύπτω με πλάκες΄ -ώνω]