Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλακόστρωτος -η -ο [plakóstrotos] Ε5 : που είναι στρωμένος, καλυμμένος με πλάκεςI2: Πλακόστρωτη αυλή / βεράντα / πλατεία. ~ διάδρομος. || (ως ουσ.) το πλακόστρωτο, επιφάνεια (συνήθ. δρόμος ή πεζοδρόμιο) στρωμένη με πλάκες: Tα βήματά του ακούγονταν καθαρά στο πλακόστρωτο.
[λόγ. πλακ- (δες πλάκα) -ο- + -στρωτος]