Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλακόστρωση η [plakóstrosi] Ο33 : το στρώσιμο μιας επιφάνειας, ενός δαπέδου με πλάκεςI2: Για τις πλακοστρώσεις θα χρησιμοποιηθούν πλάκες Πηλίου. || το πλακόστρωτο.
[λόγ. πλακ- (δες πλάκα) -ο- + στρώ(σις) > -ση]