Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλακούντας ο [plakúndas] Ο2 : I1. είδος γλυκιάς πίτας, που παρασκευάζεται από ζύμη, ζάχαρη και διάφορα καρυκεύματα. 2. ονομασία διάφορων γλυκισμάτων με βάση τη ζύμη. 3. μάζα πεπιεσμένη και πεπλατυσμέ νη: Ο ~ από την έκθλιψη των κουκουτσιών της ελιάς χρησιμοποιείται ως κτηνοτροφή. II1. (ανατ.) όργανο των θηλυκών ανώτερων θηλαστικών, μέσο του οποίου επιτελείται κατά την κύηση η θρέψη και η αναπνοή του εμβρύου· ύστερο: Aποκόλληση του πλακούντα. 2. (βοτ.) τμήμα της ωοθή κης του φυτού.
[λόγ.: Ι: αρχ. πλακοῦς, αιτ. -οῦντα· ΙΙ: σημδ. γαλλ. placente (στη νέα σημ.) < λατ. placenta < αρχ. πλακοῦς (από αιτ. πλακόεντα)]