Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλακί [plakí] Ε (άκλ.) : τρόπος παρασκευής λαδερού φαγητού στο φούρ νο: Ψάρι / φασόλια ~. || (ως ουσ.) το πλακί.
[αρχ. πλακίον `μικρή πλάκα΄ στη μσν. σημ. `πλάκα όπου έψηναν πίτα΄ (πρβ. μσν. πλακοπίτα)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλακίδιο το [plakíδio] Ο40 : 1. (επίσ.) το πλακάκι: Πλακίδια τοίχων / δαπέδων. 2. είδος φαρμακευτικού παρασκευάσματος.
[λόγ.: 1: πλακ- (δες πλάκα) -ίδιον· 2: σημδ. γαλλ. tablette & αγγλ. tablet]