Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλακάκι το [plakáki] Ο44 : μικρή πλάκα (συνήθ. τετράγωνη) από σκληρό υλικό (πηλό, πλαστικό, γυαλί κτλ.), που χρησιμοποιείται για την επίστρω ση δαπέδων, τοίχων κτλ.: Άσπρο / χρωματιστό / εγχώριο / ευρωπαϊκό ~. Πλακάκια τοίχου / δαπέδου / του μπάνιου / της κουζίνας. || (στον πληθ.) είδος τυχερού χαρτοπαίγνιου. ΦΡ τα κάνω πλακάκια, συνεργάζομαι με κπ. ώστε να συγκαλύψω κάποια παρανομία.
[πλάκ(α) -άκι]