Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλαισιώνω [plesióno] -ομαι Ρ1 : 1. περιβάλλω κτ. με ή ως πλαίσιο, κλείνω, τοποθετώ κτ. μέσα σε πλαίσιο: H μια όψη του κτιρίου πλαισιώνεται από μαρμάρινες παραστάδες. 2. (μτφ.) α. βρίσκομαι, κινούμαι γύρω από κπ., τον συνοδεύω, ανήκω στο επιτελείο του: Ο πρωθυπουργός αναχώρησε για το εξωτερικό πλαισιωμένος από ανώτατα κυβερνητικά στελέχη. Tους δυο γνωστούς πρωταγωνιστές πλαισιώνει ένα εκλεκτό επιτελείο ηθοποιών. β. συμπληρώνω, συνοδεύω κτ.: Tη συγκέντρωση πλαισίωναν καλλιτεχνικές εκδηλώσεις.
[λόγ.: 1: ελνστ. πλαισι(ῶ) -ώνω· 2: σημδ. γαλλ. encadrer]