Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλαγκτόν το [plaŋgtón] Ο γεν. πλαγκτού (χωρίς πληθ.) : (βιολ.) το σύνολο των (ζωικών και φυτικών) μικροοργανισμών που αιωρούνται στα νερά των θαλασσών και των λιμνών.
[λόγ. < γερμ. Ρlankton < ουδ. του αρχ. επιθ. πλαγκτός `περιπλανώμενος΄]