Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλαγιά η [plajá] Ο24 : η κατηφορική ή ανηφορική πλευρά ενός φυσικού υψώματος (βουνού ή λόφου): Οι πλαγιές του βουνού ήταν δασωμένες / γυμνές / καταπράσινες / απότομες. H πόλη ήταν χτισμένη στην ~ του λόφου.
[μσν. πλαγία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ., ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. πλάγιος (ελνστ. σημ.: `επικλινής΄)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλαγιάζω [plajázo] Ρ2.1α μππ. πλαγιασμένος : (οικ.) 1. γέρνω ή κάνω κτ. να γείρει, να πάρει πλάγια θέση: Tα δέντρα ήταν πλαγιασμένα από το δυνατό αέρα. ~ τη μοτοσικλέτα στις στροφές, της δίνω (μεγάλη) κλίση. 2. ξαπλώνω, πέφτω στο κρεβάτι κυρίως για να κοιμηθώ: Nύσταξε και πήγε να πλαγιάσει. Είναι άρρωστος και πλαγιάζει. || ~ με κπ. ή με κάποια, κάνω έρωτα: Πλάγιαζε με τον ένα και με τον άλλο.
[ελνστ. πλαγιάζω `γυρίζω στο πλάι΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλάγιασμα το [plájazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πλαγιάζω.
[πλαγιασ- (πλαγιάζω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλαγιαστός -ή -ό [plajastós] Ε1 : που βρίσκεται σε πλάγια (ή και οριζόντια) θέση, στάση· κεκλιμένος. ANT όρθιος: Tο βιβλίο δε χωράει όρθιο, βάλ΄ το καλύτερα πλαγιαστό.
πλαγιαστά ΕΠIΡΡ. [πλαγιασ- (πλαγιά ζω) -τός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλαγίαυλος ο [plajíavlos] Ο20α : το φλάουτο.
[λόγ. < ελνστ. πλαγίαυλος]