Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλήρωση η [plírosi] Ο33 : (λόγ.) 1. το γέμισμα: H ~ του δοχείου / του θαλάμου καύσεως με βενζίνη. 2. ικανοποίηση: H ~ των ανθρώπινων αναγκών.
[λόγ.: 2: αρχ. πλήρω(σις) -ση· 1: μσν. σημ.]