Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλήρωμα 1 το [plíroma] Ο49 : το προσωπικό πλοίου, αεροπλάνου, διαστημοπλοίου (ναύτες, αεροσυνοδοί, αστροναύτες κτλ., συνήθ. εκτός του πλοιάρχου, του κυβερνήτη): Kατά το ναυάγιο του πλοίου πνίγηκαν πέντε μέλη του πληρώματος. Tο ~ και ο κυβερνήτης του αεροσκάφους σας καλωσορίζουν στην πτήση 902 για Aθήνα. || (εκκλ. έκφρ.) το χριστεπώνυμο* ~.
[λόγ. < αρχ. πλήρωμα (σύγκρ. πλήρωμα 3)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλήρωμα 2 το : η πληρωμή.
[μσν. *πλήρωμα (δες στο πληρωμή) < πλη ρώ(νω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλήρωμα 3 το : μόνο στη λόγια έκφραση το ~ του χρόνου, για να δηλώσουμε την κατάλληλη στιγμή, τη συμπλήρωση του καθορισμένου χρόνου: Όταν ήρθε το ~ του χρόνου, το Γένος αποτίναξε το ζυγό.
[λόγ. < ελνστ. πλήρωμα, αρχ. σημ.: `συμπλήρωση΄]