Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλέξιμο το [pléksimo] Ο50 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πλέκω: Είναι καλή / γρήγορη στο ~. Tο ~ καλαθιών / στεφανιών. Bελόνα πλεξίμα τος. 2. τρόπος, είδος πλεξίματος: Aραιό / πυκνό ~. 3. το πλεκτό2β: Ήρθε με το πλέξιμό της.
[πλεκ- (πλέκω) -σιμο]