Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλέκω [pléko] -ομαι Ρ3 : 1. περνώ με κατάλληλο τρόπο ένα νήμα, ένα σκοινί (ή άλλο ευλύγιστο υλικό) μέσα σε ένα άλλο ή τα συστρέφω και τα συνάπτω έτσι ώστε να κατασκευάσω κτ.: ~ ένα καλάθι με καλάμια / ένα πουλόβερ με μαλλί / ένα στεφάνι με λουλούδια. Ξέρει / μαθαίνει να πλέκει. Έπλεξε τα μαλλιά της κοτσίδες. H μπλούζα είναι πλεγμένη στο χέρι / στη μηχανή. 2. (μτφ.): Tο ειδύλλιό τους πλέχτηκε σ΄ ένα ταξίδι, δημιουργήθηκε. ~ τα χέρια μου / τα δάχτυλά μου, βάζω τα δάχτυλα του ενός χεριού ανάμεσα στα δάχτυλα του άλλου. (έκφρ.) ~ το εγκώμιο* κάποιου.
[1: αρχ. πλέκω· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. tresser]