Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλέθρο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλέθρο το [pléθro] Ο39 : α. μονάδα των αρχαίων Ελλήνων για τη μέτρηση μήκους. β. μονάδα των αρχαίων Ελλήνων για τη μέτρηση επιφάνειας.

[λόγ. < αρχ. πλέθρον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες