Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλάσιμο το [plásimo] Ο50 : η ενέργεια του πλάθω. 1. η κατεργασία μιας εύπλαστης ύλης και η διαμόρφωσή της σε ορισμένο σχήμα, μορφή: Tο ~ του ψωμιού / της ζύμης / του πηλού. 2. (μτφ.) η επινόηση, η δημιουργία (με το μυαλό, με τη φαντασία): Tο ~ μύθων / χαρακτήρων.
[πλασ- (πλά θω) -ιμο]