Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλάση η [plási] Ο31 (χωρίς πληθ.) : (λογοτ.) το σύνολο των όντων που δημιούργησε ο Θεός, το σύμπαν, η φύση, η οικουμένη· (πρβ. κτίση): Γελάει / ανθίζει / τρέμει / χαίρεται όλη η ~.
[μσν. πλάση < αρχ. πλά(σις) `πλάσιμο, διαμόρφωση΄ -ση]