Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλάνος -α -ο [plános] Ε4 : (λογοτ.) 1. που ξεγελάει, εξαπατά, παρασύρει με λόγια, υποσχέσεις, κολακείες κτλ.: Tην ξεγέλασε με τα λόγια του τα πλάνα. 2. που είναι πολύ γοητευτικός: Tα μάτια της τα πλάνα τον ξελόγιασαν.
[αρχ. πλάνος]