Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλάκωμα το [plákoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πλακώνω. 1. η πίεση που ασκείται σε κτ. από ένα βάρος, έναν όγκο. || (επέκτ.) αίσθημα σωματικής δυσφορίας: Nιώθω ένα ~ στο στομάχι. 2. (μτφ.) α. αίσθημα ψυχικής δυσφορίας: Aισθάνομαι ένα ~ στην ψυχή. β. (προφ.) καβγάς, ξυλοδαρμός. 3. (λαϊκ.) η σεξουαλική πράξη (από τη μεριά του αρσενικού).
[πλακώ(νω) -μα]