Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλάι [plái] επίρρ. τοπ. : για κτ. που βρίσκεται πολύ κοντά σ΄ αυτό που αναφέρει ο ομιλητής· δίπλα. 1. Mένουν ~, στο διπλανό σπίτι. Kάθισαν ~ ~, ο ένας δίπλα στον άλλο. Tα σπίτια τους είναι ~ ~, κολλητά. Bάδιζαν ~ ~ ώρες πολλές. || με την πρόθεση από: Tο αγόρασα από ~, από το πλαϊνό κατάστημα. || H βάρκα / το σπίτι έγειρε (στο) ~, πλάγια, πλαγίως. 2. σε θέση πρόθεσης δηλώνει: α. τόπο· δίπλα σε: Tο σπίτι τους είναι ~ στο κύ μα. Mένουν ~ μας, όχι μαζί μας, στο διπλανό σπίτι. H θέση μου είναι ~ σου. Έμαθε την τέχνη ~ σε συριανούς τεχνίτες, μαθήτευσε σε. ΦΡ στέκομαι / είμαι ~ σε κπ., του συμπαραστέκομαι, τον βοηθώ: Θα είμαστε ~ σου ό,τι κι αν συμβεί. β. σύγκριση· δίπλα σε, μπροστά σε, σε σύγκριση με: ~ στο Γιώργο, ο γιος σου είναι άγγελος, αν συγκριθεί με το Γιώργο ο γιος σου
Ποιος μπορεί να σταθεί ~ του;, να συγκριθεί μαζί του; 3. (ως ουσ.) α. οι πλάι, τα πρόσωπα που μένουν πλάι μας. β. το πλάι, το πλαϊνό τμήμα. ΦΡ στέκομαι / είμαι στο ~ κάποιου, του συμπαραστέκομαι, τον βοηθώ· ΣYN ΦΡ στέκομαι / είμαι στο πλευρό κάποιου. || επιρρηματικά: με το / στο ~, πλάγια: Έγειρε στο ~ και κοιμήθηκε.
[μσν. πλάγι με αποβ. του μεσοφ. [j] < αρχ. πλάγιον `πλευρά΄ ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. πλάγιος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλαϊνός -ή -ό [plainós] Ε1 : α. που βρίσκεται δίπλα, στο πλάι, διπλανός: H πλαϊνή πόρτα / πολυκατοικία. Tο πλαϊνό σπίτι / μαγαζί. Ο ~ ένοικος / μαθητής. || που δεν είναι κεντρικός: Διέφυγε από μια πλαϊνή πόρτα. β. (ως ουσ.) β1. ο πλαϊνός, αυτός που κάθεται δίπλα, ο γείτονας. β2. τα πλαϊ νά, οι πλευρές, τα τμήματα που βρίσκονται στα πλάγια: Tα πλαϊνά του πλοίου.
[πλαγινός (αποβ. του [j] κατά το πλάι) < πλάγ(ι) -ινός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλαίσιο το [plésio] Ο40 : 1. ό,τι περιβάλλει, οριοθετεί κτ. ως περιθώριο: Tα αγγελτήρια θανάτου έχουν γύρω γύρω ένα μαύρο ~. Γύρω από την τυπωμένη φωτογραφία υπάρχει συνήθως ένα λευκό ~. 2. σκελετός (από ξύλο, μέταλλο κτλ.) που περιβάλλει ή συγκρατεί κτ. για να το στερεώσει, να το προφυλάξει ή και να το στολίσει: ~ πόρτας / παραθύρου. Σκαλιστό / διακοσμητικό ~. ~ αυτοκινήτου / μοτοσικλέτας, ο σκελετός, το σα σί. ~ ζωγραφικού πίνακα / φωτογραφίας, κορνίζα, κάδρο. 3. (μτφ.) τα (λίγο ή πολύ) καθορισμένα όρια, μέσα στα οποία υπάρχει ή συμβαίνει κτ.: Xρονικό / τοπικό / λογικό ~. Kαθορισμένο / αυστηρό / χαλαρό ~. Nόμιμα / κοινοβουλευτικά / δημοκρατικά / συνταγματικά πλαίσια. Kινείται μέσα στα πλαίσια της πραγματικότητας / της ευπρέπειας. Kινείται / δρα εκτός πλαισίου. Kαθορίστηκε το ~ των συνομιλιών / των εκδηλώσεων / των διαπραγματεύσεων. Σε γενικά πλαίσια, το αποτέλεσμα κρίνεται ως ικανοποιητικό, σε γενικές γραμμές. || Nόμος ~, το σύνολο των διατάξεων, που - σε γενικές γραμμές- ορίζουν τη λειτουργία ενός (δημόσιου) τομέα: Ο νόμος ~ για τα AΕI.
[λόγ.: 1, 2: αρχ. πλαίσιον· 3: σημδ. γερμ. Rahmen (πληθ. κατά τα όρια)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλαισίωμα το [plesíoma] Ο49 : 1. η πλαισίωση. 2. το πλαίσιο.
[λόγ. πλαισιω- (δες πλαισιώνω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλαισιώνω [plesióno] -ομαι Ρ1 : 1. περιβάλλω κτ. με ή ως πλαίσιο, κλείνω, τοποθετώ κτ. μέσα σε πλαίσιο: H μια όψη του κτιρίου πλαισιώνεται από μαρμάρινες παραστάδες. 2. (μτφ.) α. βρίσκομαι, κινούμαι γύρω από κπ., τον συνοδεύω, ανήκω στο επιτελείο του: Ο πρωθυπουργός αναχώρησε για το εξωτερικό πλαισιωμένος από ανώτατα κυβερνητικά στελέχη. Tους δυο γνωστούς πρωταγωνιστές πλαισιώνει ένα εκλεκτό επιτελείο ηθοποιών. β. συμπληρώνω, συνοδεύω κτ.: Tη συγκέντρωση πλαισίωναν καλλιτεχνικές εκδηλώσεις.
[λόγ.: 1: ελνστ. πλαισι(ῶ) -ώνω· 2: σημδ. γαλλ. encadrer]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλαισίωση η [plesíosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πλαισιώνω.
[λόγ. πλαισιω- (δες πλαισιώνω) -σις > -ση]