Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλάγιος -α -ο [plájios] Ε6 : I1. που έχει μια κλίση σε σχέση με τον κατακόρυφο (κάθετο) άξονα ή που σχηματίζει (οξεία) γωνία σε σχέση με μια (πραγματική ή νοητή) ευθεία: Πλάγια γραμμή. ~ δρόμος. Σε πλάγια θέση / στάση, ούτε οριζόντια ούτε κάθετη (κατακόρυφη). ~ άνεμος, που πνέει στα πλευρά του πλοίου. || Πλάγιο βλέμμα, με την άκρη του ματιού· και ως ένδειξη καχυποψίας, θυμού, εχθρότητας. || (γεωμ.) Πλάγια ευθεία, που δεν είναι ούτε οριζόντια ούτε κάθετη σε σχέση προς δοθείσα ευθεία ή επίπεδο. || (γυμν.) Πλάγια βήματα (δεξιά, αριστερά), σε δεξιά ή αριστε ρή κατεύθυνση σε σχέση με τη στάση του σώματος. || (τυπ.) Πλάγια στοιχεία / γράμματα, που έχουν κλίση προς τα δεξιά. ANT όρθια. || (μουσ.) ~ ήχος, (πρώτος, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος), διαίρεση των (οκτώ) ήχων της βυζαντινής μουσικής. ΦΡ σε ήχο* πλάγιο. || (γραμμ.) Πλάγιες πτώσεις, η γενική, η δοτική και η αιτιατική σε αντιδιαστολή προς την ονομαστική και την κλητική. ANT ορθές. || (συντ.) που δεν εκφέρεται άμεσα, εξαρτημένος: ~ λόγος. Πλάγια ερώτηση. ANT ευθύς. || (ως ουσ.) τα πλάγια, οι πλευρές, τα πλαϊνά: Tο αυτοκίνητο χτύπησε στα πλάγια. Ο αέρας φυσούσε από τα πλάγια. 2. που βρίσκεται δίπλα, στο πλάι. II. (μτφ.) που δεν είναι ευθύς, άμεσος. α. έμμεσος, υπαινικτικός: Tου μίλησα με πλάγιο τρόπο, για να μην τον προσβάλω. β. που γίνεται παρά το νόμο, τον τύπο, χωρίς ευθύτητα, ήθος: Mεταχειρίστηκε πλάγια μέσα, για να προσληφθεί στην τράπεζα. ΦΡ διά της πλαγίας οδού*. γ. Πλάγιοι συγγενείς, ~ απόγονος, εξ αγχιστείας.
πλάγια & πλαγίως ΕΠIΡΡ: Tο πλοίο έγειρε λίγο ~ και φοβηθήκαμε. Tου το είπα ~ / πλαγίως γιατί ήξερα ότι θα στενοχωριόταν. [λόγ.: Ι: αρχ. πλάγιος· ΙΙ: σημδ.: α, β: γαλλ. oblique· γ: γαλλ. collatéraux· λόγ. < αρχ. πλαγίως]