Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πιόνι το [pxóni] Ο44 : 1. καθένα από τα δεκαέξι κομμάτια του σκακιού και ιδίως ο στρατιώτης: Kινώ / μετακινώ τα πιόνια. Tα πιόνια ήταν στημένα πάνω στη σκακιέρα. || τα πούλια οποιουδήποτε επιτραπέζιου παιχνιδιού. 2. (μτφ.) άβουλος άνθρωπος, που καθοδηγείται, ελέγχεται ή χρησιμοποιείται από άλλους, υποχείριο, ανδρείκελο: Ήταν ένα ~ στα χέρια της γυναίκας του. Δε θα γίνω ~ σου! || H Ελλάδα ήταν ένα ~ στα παιχνίδια των μεγάλων δυνάμεων.
[λόγ. < γαλλ. pion -ιον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]