Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πιτυρίαση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιτυρίαση η [pitiríasi] Ο33 : (ιατρ.) μορφή (ελαφράς) δερματοπάθειας του τριχωτού της κεφαλής ή άλλων περιοχών του σώματος: Aπλή / ερυθρά ~.

[λόγ. < ελνστ. πιτυρία(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες