Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πιτσιλιά η [pitsilá] Ο24 : 1. κηλίδα, λεκές, που σχηματίζεται από σταγόνες υγρού, που εκτοξεύονται σε μια επιφάνεια: Tα ρούχα του είναι γεμά τα πιτσιλιές από αίμα / λασπόνερα / μπογιά / μελάνι. 2. σταγόνες υγρού, που εκτοξεύονται με ορμή.
[πιτσιλ(ίζω) ή πιτσιλ(ώ) -ιά]