Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πιτσιλίζω [pitsilízo] -ομαι Ρ2.1 & πιτσιλώ [pitsiló] -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : εκτοξεύω με ορμή σταγόνες υγρού ή υδαρούς ουσίας σε κπ. ή σε κτ. με αποτέ λεσμα να το(ν) βρέξω, να το(ν) λερώσω: Tο αυτοκίνητο που πέρασε μας πιτσίλισε με λασπόνερα. Tα ρούχα του ήταν πιτσιλισμένα από / με αίμα / μπογιά / μελάνι.
[ίσως ελνστ. πιτυλίζω `τινάζω συνεχώς με τα χέρια΄ με ισχυροπ. της άρθρ. [ti > tsi] · πιτσιλ(ίζω) μεταπλ. -ώ με βάση το συνοπτ. θ. πιστιλισ-]