Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πιτσικάτο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιτσικάτο το [pitsikáto] Ο (άκλ.) : (μουσ.) τεχνική στο παίξιμο των εγχόρδων με δοξάρι, κατά την οποία ο εκτελεστής παίζει τραβώντας τις χορδές με τα άκρα των δαχτύλων του.

[ιταλ. pizzicato]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες