Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πισώπλατος -η -ο [pisóplatos] Ε5 : που γίνεται πισώπλατα: Πισώπλατο χτύπημα, δόλιο, ύπουλο.
πισώπλατα* ΕΠIΡΡ. [επίρρ. πισώπλατ(α) -ος (αναδρ. σχημ.)]