Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πισώπλατα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πισώπλατα [pisóplata] επίρρ. : 1. πίσω στην πλάτη ή πίσω από την πλάτη: Tον χτύπησε / τον μαχαίρωσε ~, ερχόμενος από πίσω. 2. (μτφ.) με ύπου λο, με δόλιο τρόπο.

[πισω- + πλάτ(η) επίρρ. ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες