Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πισωκάπουλα [pisokápula] επίρρ. : (για αναβάτη) στα καπούλια του ζώου: Έκατσε ~ στο άλογο / στο γάιδαρο / στο μουλάρι.
[μσν. πισωκάπουλ(ον) (< πισω- + καπούλ(ια) -ον) επίρρ. -α]