Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πισωκάπουλα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πισωκάπουλα [pisokápula] επίρρ. : (για αναβάτη) στα καπούλια του ζώου: Έκατσε ~ στο άλογο / στο γάιδαρο / στο μουλάρι.

[μσν. πισωκάπουλ(ον) (< πισω- + καπούλ(ια) -ον) επίρρ. ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες