Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πισωγυρίζω [pisojirízo] Ρ2.1α : 1. (οικ.) γυρίζω, στρέφομαι προς τα πίσω· (πρβ. οπισθοδρομώ). || κάνω κτ. να στραφεί, να γυρίσει προς τα πίσω. 2. (μτφ.) οδηγούμαι ή οδηγώ κτ. σε καθυστέρηση, σε οπισθοδρόμηση, ανακόπτοντας την πορεία προς τα μπρος, προς την πρόοδο.
[πισω- + γυρίζω]