Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πιστόνι το [pistóni] Ο44 : 1. έμβολο κινητήρων και μηχανών εσωτερικής καύσης: Tα πιστόνια της μηχανής ανεβοκατέβαιναν με γρήγορο ρυθμό. 2. (μουσ.) κλειδί πνευστών (χάλκινων) μουσικών οργάνων.
[γαλλ. piston -ι (< ιταλ. pistone `γουδοχέρι΄)]