Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πιστολιά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιστολιά η [pistolá] Ο24 : ο πυροβολισμός με πιστόλι: Aρχίσανε τις πιστολιές. || ο ήχος του πυροβολισμού (με πιστόλι): Aκούστηκε μια ~.

[πιστόλ(ι) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες