Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πιστολέτο το [pistoléto] Ο39 : ονομασία συσκευών που μοιάζουν με πιστόλι και οι οποίες χρησιμοποιούνται: 1. για να ψεκάζεται το χρώμα στην επιφάνεια που προορίζεται για βάψιμο: Έβαψα το αυτοκίνητο με το ~. 2. για να στερεώνεται κτ. (χαρτί, ύφασμα κτλ.) σε μια επιφάνεια. 3. για τη διάτρηση ή τη θραύση σκληρών επιφανειών.
[ιταλ. pistoletto `μικρό πιστόλι΄ κατά τη σημ. του γαλλ. pistolet]