Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πιστοδότης ο [pistoδótis] Ο10 θηλ. πιστοδότρια [pistoδótria] Ο27 : αυτός που χορηγεί πίστωση.
[λόγ. πίστ(ις) -ο- + -δότης απόδ. γαλλ. créancier· λόγ. πιστοδό(της) -τρια]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πιστοδότηση η [pistoδótisi] Ο33 : η χορήγηση, η παροχή πίστωσης.
[λόγ. πιστοδοτη- (πιστοδοτώ) -σις > -ση]