Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πιστευτός -ή -ό [pisteftós] Ε1 : που μπορεί να τον πιστέψει κάποιος: Για να γίνει ~, παρουσίασε μια σειρά αποδεικτικών στοιχείων. Όσα είπε, δεν έγιναν πιστευτά.
[ελνστ. πιστευτός]