Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πιστάγκωνα [pistáŋgona] επίρρ. τροπ. : (λαϊκότρ.) πισθάγκωνα.
[μσν. πιστάγκωνα < *πισθάγκωνα με ανομ. τρόπου άρθρ. [sθ > st] < ελνστ. ὀπισθάγκωνα με αποβ. του αρχικού άτ. φων. (< ὄπισθ(εν) + ἀγκών)]