Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πισθάγκωνα [pisθáŋgona] επίρρ. τροπ. : με τους αγκώνες, τα χέρια πίσω, συνήθ. δένω κπ. ~, με τα χέρια (αγκώνες και καρπούς) στο πίσω μέρος του κορμού.
[λόγ. επίδρ. στο πιστάγκωνα]