Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πισίνα η [pisína] Ο25α : μεγάλη τεχνητή δεξαμενή κατάλληλα διαμορφωμένη και γεμάτη με νερό, στην οποία μπορεί κάποιος να κολυμπήσει, να ψυχαγωγηθεί ή να αθληθεί: Ξενοδοχείο / βίλα με ~. Tο νερό της πισίνας πρέπει να αλλάζεται τακτικά.
πισινούλα η YΠΟKΟΡ. [ιταλ. piscina· πισίν(α) -ούλα]